Αναζήτησες τη λέξη "глотать" στα Ρωσικά
502.mp3 глотать (Глагол) (ενεστ. гло-тать, αόρ. глотнул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
καταπίνω καταπίνω (Ρήμα) (ενεστ. κα-τα-πί-νω, αόρ. κατάπια, | 502.mp3 gëlltit (Folje) (e tashme gëll-tit, e kr. thj v. gëlltita, |