Αναζήτησες τη λέξη "глазеть по сторонам" στα Ρωσικά
1136.mp3 глазеть по сторонам (Глагол) (ενεστ. зе-вать, αόρ. зевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |
χαζεύω χαζεύω (Ρήμα) (ενεστ. χα-ζεύ-ω, αόρ. χάζεψα) | 1136.mp3 shkujdesem (Folje) (e tashme shkuj-de-sem |