Αναζήτησες τη λέξη "галстук" στα Ρωσικά
204.mp3 галстук (Существительное) (галс-тук, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | γραβάτα γραβάτα (η) (Ουσιαστικό) (γρα-βά-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 204.mp3 kravatë (Emër) (kra-va-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) |