Αναζήτησες τη λέξη "выживать" στα Ρωσικά

349.mp3 выживать

(Глагол)

(ενεστ. вы-жи-вать, αόρ. выжил (муж.), -а (жен.), -о (ср.))

επιβιώνω επιβιώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. ε-πι-βι-ώ-νω, αόρ. επιβίωσα)

349.mp3 mbijetoj

(Folje)

(e tashme mbi-je-toj)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я