Αναζήτησες τη λέξη "выживать" στα Ρωσικά 349.mp3 выживать(Глагол)(ενεστ. вы-жи-вать, αόρ. выжил (муж.), -а (жен.), -о (ср.))ПримерыМногие растения не выживают в холоде. В условиях экономического кризиса многие люди пытаются просто выжить. Многие древние традиции дожили до сегодняшнего дня. επιβιώνω επιβιώνω(Ρήμα)(ενεστ. ε-πι-βι-ώ-νω, αόρ. επιβίωσα)ΠαραδείγματαΠολλά φυτά δεν επιβιώνουν στο κρύο. Με την οικονομική κρίση, πολλοί άνθρωποι απλώς επιβιώνουν. Πολλά αρχαία έθιμα επιβιώνουν μέχρι σήμερα. 349.mp3 mbijetoj(Folje)(e tashme mbi-je-toj)ShembujShumë bimë nuk mbijetojë në të ftohtë. Me krizën ekonomike, shumë njerëz thjesht mbijetojë. Shumë tradita të lashta mbijetojnë deri sot. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я