Αναζήτησες τη λέξη "вспахивать" στα Ρωσικά
852.mp3 вспахивать (Глагол) (ενεστ. вспа-хи-вать, αόρ. вспахал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
οργώνω οργώνω (Ρήμα) (ενεστ. ορ-γώ-νω, αόρ. όργωσα, | 852.mp3 lëvroj (Folje) (e tashme lëv-roj, e kr. thj v. lëvrova, |