Αναζήτησες τη λέξη "всасывать" στα Ρωσικά
981.mp3 всасывать (Глагол) (ενεστ. вса-сы-вать, αόρ. всосал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ρουφώ ρουφώ (Ρήμα) (ενεστ. ρου-φώ, αόρ. ρούφηξα, | 981.mp3 thith (Folje) (e tashme thith, e kr. thj v. thitha, |
Αναζήτησες τη λέξη "всасывать" στα Ρωσικά
981.mp3 всасывать (Глагол) (ενεστ. вса-сы-вать, αόρ. всосал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ρουφώ ρουφώ (Ρήμα) (ενεστ. ρου-φώ, αόρ. ρούφηξα, | 981.mp3 thith (Folje) (e tashme thith, e kr. thj v. thitha, |