Αναζήτησες τη λέξη "волновать" στα Ρωσικά
792.mp3 волновать (Глагол) (ενεστ. ка-сать-ся, αόρ. касался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |
νοιάζει νοιάζει (Ρήμα) (ενεστ. νοιά-ζει, αόρ. ένοιαξε) | 792.mp3 intereson (Folje) (e tashme in-te-re-son, e kr. thj v. interesoi, |