Αναζήτησες τη λέξη "возраст" στα Ρωσικά 411.mp3 возраст(Существительное)(воз-раст, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыЛицам, возраст которых менее восемнадцати лет, вход запрещён. Он выглядит моложе своего возраста. Я еще маленькая по возрасту, чтобы водить машину. ηλικία ηλικία (η) (Ουσιαστικό)(η-λι-κί-α, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΑπαγορεύεται η είσοδος σε άτομα ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών. Μικροδείχνει για την ηλικία του. Είμαι μικρή σε ηλικία, για να οδηγώ. 411.mp3 moshë(Emër)(mo-shë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujNdalohet hyrja për personat nën moshën 18 vjeç. Tregon i vogël për moshën e tij. Jam e vogël në moshë, për të drejtuar. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я