Αναζήτησες τη λέξη "взвешивать" στα Ρωσικά

398.mp3 взвешивать

(Глагол)

(ενεστ. взве-ши-вать, αόρ. взвесил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. взвесился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. взвешенный)

ζυγίζω ζυγίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. ζυ-γί-ζω, αόρ. ζύγισα,
παθ. αόρ. ζυγίστηκα, παθ. μτχ. ζυγισμένος)

398.mp3 peshoj

(Folje)

(e tashme pe-shoj, e kr. thj v. peshova,
e kr. thj. jov. u peshova, pjesore peshuar)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я