Αναζήτησες τη λέξη "верёвка" στα Ρωσικά
1038.mp3 верёвка (Существительное) (шнур, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | σχοινί σχοινί (το) (Ουσιαστικό) (σχοι-νί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) | 1038.mp3 litar (Emër) (li-tar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) |