Αναζήτησες τη λέξη "быстрый" στα Ρωσικά
209.mp3 быстрый, -ая, -ое (Прилагательное) (быст-рый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) | γρήγορος γρήγορος, -η, -ο (Επίθετο) (γρή-γο-ρος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 209.mp3 (i,e) shpejtë (Mbiemër) ((i,e) shpej-të, (e,të) -ë, -a) |