Αναζήτησες τη λέξη "брить" στα Ρωσικά
брить (Глагол) (ενεστ. брить, αόρ. побрил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |
ξυρίζω ξυρίζω (Ρήμα) (ενεστ. ξυ-ρί-ζω, αόρ. ξύρισα, Παραδείγματα | 828.mp3 rruaj (Folje) (e tashme rru-aj, e kr. thj v. rrova, Shembuj |