Αναζήτησες τη λέξη "босоножка" στα Ρωσικά
906.mp3 босоножка (Существительное) (бо-со-нож-ка, γεν. -и, πληθ. -и) | πέδιλο πέδιλο (το) (Ουσιαστικό) (πέ-δι-λο, γεν. -ου, πληθ. -α) | 906.mp3 sandale (Emër/Emër) (sa-nda-le/pa-ti-ne) |
Αναζήτησες τη λέξη "босоножка" στα Ρωσικά
906.mp3 босоножка (Существительное) (бо-со-нож-ка, γεν. -и, πληθ. -и) | πέδιλο πέδιλο (το) (Ουσιαστικό) (πέ-δι-λο, γεν. -ου, πληθ. -α) | 906.mp3 sandale (Emër/Emër) (sa-nda-le/pa-ti-ne) |