Αναζήτησες τη λέξη "бакалейщик" στα Ρωσικά
761.mp3 бакалейщик (Существительное) (ба-ка-лей-щик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | μπακάλης μπακάλης (ο) (Ουσιαστικό) (μπα-κά-λης, γεν. -η, πληθ. -ηδες, γεν. -ηδων) | 761.mp3 bakall (Emër) (ba-kall, gj. -it, sh. -aj, gj. -jve) |