Αναζήτησες τη λέξη "бакалейщик" στα Ρωσικά

761.mp3 бакалейщик

(Существительное)

(ба-ка-лей-щик, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

μπακάλης μπακάλης (ο)

(Ουσιαστικό)

(μπα-κά-λης, γεν. -η,
πληθ. -ηδες, γεν. -ηδων)

761.mp3 bakall

(Emër)

(ba-kall, gj. -it,
sh. -aj, gj. -jve)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я