Αναζήτησες τη λέξη "аптека" στα Ρωσικά
1093.mp3 аптека (Существительное) (ап-те-ка, γεν. -и, πληθ. -и) | φαρμακείο φαρμακείο (το) (Ουσιαστικό) (φαρ-μα-κεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1093.mp3 farmaci (Emër) (far-ma-ci, gj. -ës, sh. -të, gj. -ive) |