Αναζήτησες τη λέξη "аппетит" στα Ρωσικά
854.mp3 аппетит (Существительное) (ап-пе-тит, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | όρεξη όρεξη (η) (Ουσιαστικό) (ό-ρε-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις) | 854.mp3 oreks (Emër) (o-reks, gj. -it) |
Αναζήτησες τη λέξη "аппетит" στα Ρωσικά
854.mp3 аппетит (Существительное) (ап-пе-тит, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | όρεξη όρεξη (η) (Ουσιαστικό) (ό-ρε-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις) | 854.mp3 oreks (Emër) (o-reks, gj. -it) |