Αναζήτησες τη λέξη "ώρα" στα Ελληνικά
ώρα ώρα (η) (Ουσιαστικό) (ώ-ρα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 1190.mp3 orë (Emër) (o-rë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 1190.mp3 час (Существительное) (час, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "ώρα" στα Ελληνικά
ώρα ώρα (η) (Ουσιαστικό) (ώ-ρα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 1190.mp3 orë (Emër) (o-rë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 1190.mp3 час (Существительное) (час, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |