Αναζήτησες τη λέξη "ύψος" στα Ελληνικά
ύψος ύψος (το) (Ουσιαστικό) (ύ-ψος, γεν. -ους, πληθ. -η) | 1087.mp3 lartësi (Emër) (lar-të-si/gjatësi, gj. -ës, sh. -të, gj. -ive) | 1087.mp3 рост (Существительное) (рост, γεν. -а) |
Αναζήτησες τη λέξη "ύψος" στα Ελληνικά
ύψος ύψος (το) (Ουσιαστικό) (ύ-ψος, γεν. -ους, πληθ. -η) | 1087.mp3 lartësi (Emër) (lar-të-si/gjatësi, gj. -ës, sh. -të, gj. -ive) | 1087.mp3 рост (Существительное) (рост, γεν. -а) |