Αναζήτησες τη λέξη "όχθη" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
όχθη όχθη (η) (Ουσιαστικό) (ό-χθη, γεν. -ης, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 867.mp3 breg (Emër) (breg, gj. -ut, sh. -gjve, gj. -et) | 867.mp3 берег (Существительное) (бе-рег, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |