Αναζήτησες τη λέξη "όροφος" στα Ελληνικά όροφος όροφος (ο) (Ουσιαστικό)(ό-ρο-φος, γεν. -ου,πληθ. -οι)ΠαραδείγματαΜένω στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας. 860.mp3 kat(Emër)(kat, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujBanoj në katin e pestë të shumëkatëshit. 860.mp3 этаж(Существительное)(э-таж, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыЯ живу на пятом этаже многоэтажки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я