Αναζήτησες τη λέξη "όροφος" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
όροφος όροφος (ο) (Ουσιαστικό) (ό-ρο-φος, γεν. -ου, πληθ. -οι) Παραδείγματα | 860.mp3 kat (Emër) (kat, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 860.mp3 этаж (Существительное) (э-таж, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ей) |