Αναζήτησες τη λέξη "όρεξη" στα Ελληνικά

όρεξη όρεξη (η)

(Ουσιαστικό)

(ό-ρε-ξη, γεν. -ης, -εως,
πληθ. -εις)

854.mp3 oreks

(Emër)

(o-reks, gj. -it)

854.mp3 аппетит
audio/mp3/ru/other/854b.mp3 рвение

(Существительное)

(ап-пе-тит, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я