Αναζήτησες τη λέξη "ωφελώ" στα Ελληνικά

ωφελώ ωφελώ

(Ρήμα)

(ενεστ. ω-φε-λώ, αόρ. ωφέλησα,
παθ. αόρ. ωφελήθηκα, παθ. μτχ. ωφελημένος)

1192.mp3 sjell dobi

(Folje /Emër)

(sjell do-bi)

1192.mp3 приносить пользу

(Глагол)

(ενεστ. при-но-сить поль-зу)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я