Αναζήτησες τη λέξη "ωραίος" στα Ελληνικά
ωραίος ωραίος, -α, -ο (Επίθετο) (ω-ραί-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) Παραδείγματα | 1191.mp3 (i) bukur (Mbiemër) ((i,e) bu-kur, (e,të) -r, -a) | 1191.mp3 прекрасный, -ая, -ое (Прилагательное) (пре-крас-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |