Αναζήτησες τη λέξη "ωμός" στα Ελληνικά
ωμός ωμός, -ή, -ό (Επίθετο) (ω-μός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) Παραδείγματα | 1188.mp3 i papjekur (Mbiemër/ Mbiemër) (i pa-pje-kur/i ash-për) | 1188.mp3 сырой, -ая, -ое (Прилагательное) (сы-рой, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |