Αναζήτησες τη λέξη "ωκεανός" στα Ελληνικά
ωκεανός ωκεανός (ο) (Ουσιαστικό) (ω-κε-α-νός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 1187.mp3 oqean (Emër) (o-qe-an, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1187.mp3 океан (Существительное) (о-ке-ан, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |