Αναζήτησες τη λέξη "ψωνίζω" στα Ελληνικά
ψωνίζω ψωνίζω (Ρήμα) (ενεστ. ψω-νί-ζω, αόρ. ψώνισα, | 1186.mp3 psonis (Folje) (e tashme pso-nis, e kr. thj v. psonisa, | 1186.mp3 покупать (Глагол) (ενεστ. по-ку-пать, αόρ. купил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |