Αναζήτησες τη λέξη "ψυγείο" στα Ελληνικά
ψυγείο ψυγείο (το) (Ουσιαστικό) (ψυ-γεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1183.mp3 frigorifer (Emër/Emër) (fri-go-ri-fer/ra-di-a-tor) | 1183.mp3 холодильник (Существительное) (хо-ло-диль-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |