Αναζήτησες τη λέξη "ψιθυρίζω" στα Ελληνικά

ψιθυρίζω ψιθυρίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. ψι-θυ-ρί-ζω, αόρ. ψιθύρισα,
παθ. αόρ. ψιθυρίστηκα, παθ. μτχ. ψιθυρισμένος)

1180.mp3 pëshpërit

(Folje)

(e tashme pë-shpë-rit, e kr. thj v. pëshpërita,
e kr. thj. jov. u pëshpërita, pjesore pëshpëritur)

1180.mp3 шептать

(Глагол)

(ενεστ. шеп-тать, αόρ. прошептал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. шептался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. нашёптанный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я