Αναζήτησες τη λέξη "ψαράς" στα Ελληνικά
ψαράς ψαράς (ο) (Ουσιαστικό) (ψα-ράς, γεν. -ά, πληθ. -άδες, γεν. -άδων) | 1173.mp3 peshkatar (Emër) (pe-shka-tar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 1173.mp3 рыбак (Существительное) (ры-бак, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |