Αναζήτησες τη λέξη "ψαλίδι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
ψαλίδι ψαλίδι (το) (Ουσιαστικό) (ψα-λί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1171.mp3 gërshërë (Emër) (gër-shë-rë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 1171.mp3 ножницы (Существительное) (нож-ни-цы, πληθ. -ы) |