Αναζήτησες τη λέξη "ψαλίδι" στα Ελληνικά ψαλίδι ψαλίδι (το) (Ουσιαστικό)(ψα-λί-δι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΚόβω τα νύχια μου με το ψαλίδι. Έκοψα το χαρτί με το ψαλίδι. Έπεσε ψαλίδι στους μισθούς των υπαλλήλων. 1171.mp3 gërshërë(Emër)(gër-shë-rë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujPres thonjtë e mi me gërshërë. Preva letrën me gërshërë. Ra gërshërë në pagat e nëpunësve. 1171.mp3 ножницы(Существительное)(нож-ни-цы,πληθ. -ы)ПримерыЯ стригу ногти ножницами. Я ножницами порезал бумагу. Зарплаты служащим урезали. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я