Αναζήτησες τη λέξη "ψίχουλο" στα Ελληνικά
ψίχουλο ψίχουλο (το) (Ουσιαστικό) (ψί-χου-λο, γεν. -ου, πληθ. -α) Παραδείγματα | 1181.mp3 thërrime (Emër) (thë-rri-me, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 1181.mp3 крошка (Существительное) (крош-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |