Αναζήτησες τη λέξη "ψίχουλο" στα Ελληνικά

ψίχουλο ψίχουλο (το)

(Ουσιαστικό)

(ψί-χου-λο, γεν. -ου,
πληθ. -α)

1181.mp3 thërrime

(Emër)

(thë-rri-me, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

1181.mp3 крошка

(Существительное)

(крош-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я