Αναζήτησες τη λέξη "ψήνω" στα Ελληνικά
ψήνω ψήνω (Ρήμα) (ενεστ. ψή-νω, αόρ. έψησα, | 1179.mp3 pjek (Folje) (e tashme pjek, e kr. thj v. poqa, | 1179.mp3 печь (Глагол) (ενεστ. печь, αόρ. испёк (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "ψήνω" στα Ελληνικά
ψήνω ψήνω (Ρήμα) (ενεστ. ψή-νω, αόρ. έψησα, | 1179.mp3 pjek (Folje) (e tashme pjek, e kr. thj v. poqa, | 1179.mp3 печь (Глагол) (ενεστ. печь, αόρ. испёк (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |