Αναζήτησες τη λέξη "ψάρι" στα Ελληνικά ψάρι ψάρι (το) (Ουσιαστικό)(ψά-ρι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΜου αρέσουν τα ψάρια ψητά στα κάρβουνα. Να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε! 1175.mp3 peshk(Emër)(peshk, gj. -ut,sh. -it, gj. -qve)ShembujMë pëlqejnë peshqit e pjekur në thëngjij. Të shohim se ç' peshq do të kapim. 1175.mp3 рыба(Существительное)(ры-ба, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыМне нравится жареная на углях рыба. Посмотрим, что у нас получится! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я