Αναζήτησες τη λέξη "ψάρι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
ψάρι ψάρι (το) (Ουσιαστικό) (ψά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 1175.mp3 peshk (Emër) (peshk, gj. -ut, sh. -it, gj. -qve) | 1175.mp3 рыба (Существительное) (ры-ба, γεν. -ы, πληθ. -ы) |