Αναζήτησες τη λέξη "ψάρεμα" στα Ελληνικά

ψάρεμα ψάρεμα (το)

(Ουσιαστικό)

(ψά-ρε-μα, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα)

1174.mp3 peshkim

(Emër)

(pe-shkim, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

1174.mp3 рыбалка

(Существительное)

(ры-бал-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я