Αναζήτησες τη λέξη "ψάλλω" στα Ελληνικά
ψάλλω ψάλλω (Ρήμα) (ενεστ. ψάλ-λω, αόρ. έψαλλα, | 1172.mp3 psal (Folje) (e tashme psal, e kr. thj v. psala, | 1172.mp3 петь (Глагол) (ενεστ. петь, αόρ. спел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "ψάλλω" στα Ελληνικά
ψάλλω ψάλλω (Ρήμα) (ενεστ. ψάλ-λω, αόρ. έψαλλα, | 1172.mp3 psal (Folje) (e tashme psal, e kr. thj v. psala, | 1172.mp3 петь (Глагол) (ενεστ. петь, αόρ. спел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |