Αναζήτησες τη λέξη "χώρος" στα Ελληνικά χώρος χώρος (ο) (Ουσιαστικό)(χώ-ρος, γεν. -ου,πληθ. -οι, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΣτην αποθήκη υπάρχει πολύς χώρος για τα πράγματα. Δεν πρέπει να ρίχνουμε σκουπίδια σε δημόσιους χώρους. 1170.mp3 vend(Emër)(vend, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujNë depo ka shumë vend për gjërat. Nuk duhet të hedhin mbeturina në vende publike. 1170.mp3 место(Существительное)(мес-то, γεν. -а,πληθ. -а)ПримерыВ подвале много места для вещей. Мы не должны бросать мусор в публичных местах. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я