Αναζήτησες τη λέξη "χώμα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
χώμα χώμα (το) (Ουσιαστικό) (χώ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 1167.mp3 dhe (Emër) (dhe, gj. -ut, sh. -at, gj. -ave) | 1167.mp3 почва (Существительное) (поч-ва, γεν. -ы, πληθ. -ы) |