Αναζήτησες τη λέξη "χύνω" στα Ελληνικά
χύνω χύνω (Ρήμα) (ενεστ. χύ-νω, αόρ. έχυσα, Παραδείγματα | 1166.mp3 derdh (Folje) (e tashme derdh, e kr. thj v. derdha, | 1166.mp3 лить (Глагол) (ενεστ. лить, αόρ. пролил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "χύνω" στα Ελληνικά
χύνω χύνω (Ρήμα) (ενεστ. χύ-νω, αόρ. έχυσα, Παραδείγματα | 1166.mp3 derdh (Folje) (e tashme derdh, e kr. thj v. derdha, | 1166.mp3 лить (Глагол) (ενεστ. лить, αόρ. пролил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |