Αναζήτησες τη λέξη "χόρτο" στα Ελληνικά χόρτο χόρτο (το) (Ουσιαστικό)(χόρ-το, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΜια φορά τον μήνα κόβουμε τα χόρτα από τον κήπο. 1158.mp3 bar(Emër)(bar, gj. -it,sh. -ra, gj. -ave)ShembujNjë herë në muaj presim barërat nga kopshti. 1158.mp3 трава(Существительное)(тра-ва, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыОдин раз в месяц мы пропалываем траву на огороде. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я