Αναζήτησες τη λέξη "χόρτο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
χόρτο χόρτο (το) (Ουσιαστικό) (χόρ-το, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 1158.mp3 bar (Emër) (bar, gj. -it, sh. -ra, gj. -ave) | 1158.mp3 трава (Существительное) (тра-ва, γεν. -ы, πληθ. -ы) |