Αναζήτησες τη λέξη "χωριό" στα Ελληνικά χωριό χωριό (το) (Ουσιαστικό)(χω-ριό, γεν. -ού,πληθ. -ιά, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΠήγαμε στο χωριό, για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά. Είναι από γειτονικό χωριό. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει μια βρύση. 1169.mp3 fshat(Emër)(fshat, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)Shembuj Shkuam në fshat, për të parë gjyshin dhe gjyshen. Është nga një fshat fqinj. Në hyrje të fshatit ka një çezmë. 1169.mp3 деревня(Существительное)(де-рев-ня, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыМы ездили в деревню повидать дедушку и бабушку. Он из соседней деревни. На въезде в деревню есть родник. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я