Αναζήτησες τη λέξη "χωριό" στα Ελληνικά

χωριό χωριό (το)

(Ουσιαστικό)

(χω-ριό, γεν. -ού,
πληθ. -ιά, γεν. -ιών)

1169.mp3 fshat

(Emër)

(fshat, gj. -it,
sh. -at, gj. -ave)

1169.mp3 деревня

(Существительное)

(де-рев-ня, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я