Αναζήτησες τη λέξη "χρόνος" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
χρόνος χρόνος (ο) (Ουσιαστικό) (χρό-νος, γεν. -ου, πληθ. -οι,-ια, γεν. -ων) | 1161.mp3 kohë (Emër) (ko-hë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 1161.mp3 время (Существительное) (вре-мя, γεν. -и, πληθ. -а) |