Αναζήτησες τη λέξη "χρόνος" στα Ελληνικά χρόνος χρόνος (ο) (Ουσιαστικό)(χρό-νος, γεν. -ου,πληθ. -οι,-ια, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΧρειάζομαι αρκετό χρόνο για το διάβασμα. Ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ. 1161.mp3 kohë(Emër)(ko-hë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujMë duhet mjaft kohë për lexim. Koha nuk ndalet kurrë. 1161.mp3 время(Существительное)(вре-мя, γεν. -и,πληθ. -а)ПримерыМне нужно довольно много времени для домашних занятий. Время никогда не останавливается. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я