Αναζήτησες τη λέξη "χρήμα" στα Ελληνικά χρήμα χρήμα (το) (Ουσιαστικό)(χρή-μα, γεν. -ατος,πληθ. -ατα, γεν. -άτων)ΠαραδείγματαΜε τα χρήματα οι άνθρωποι κάνουν τις συναλλαγές τους. Ζεστό χρήμα κρατούσε στις τσέπες του! 1160.mp3 para(Emër)(pa-ra, gj. -as,sh. -të, gj. -ave)ShembujMe paratë njerëzit bëjnë transaksionet e tyre. Para të nxehtë mbante në xhepat e tij! 1160.mp3 деньги(Существительное)(день-ги)ПримерыС помощью денег люди совершают торговые сделки. Он только-только получил деньги! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я