Αναζήτησες τη λέξη "χορταίνω" στα Ελληνικά
χορταίνω χορταίνω (Ρήμα) (ενεστ. χορ-ταί-νω, αόρ. χόρτασα, Παραδείγματα | 1157.mp3 ngopem (Folje) (e tashme ngo-pem, e kr. thj v. ngopa, | 1157.mp3 наедаться (Глагол) (ενεστ. на-е-дать-ся, αόρ. наелся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |