Αναζήτησες τη λέξη "χορεύω" στα Ελληνικά
χορεύω χορεύω (Ρήμα) (ενεστ. χο-ρεύ-ω, αόρ. χόρεψα) | 1156.mp3 kërcej (Folje) (e tashme kër-cej, e kr. thj v. kërceva, | 1156.mp3 танцевать (Глагол) (ενεστ. тан-це-вать, αόρ. потанцевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |