Αναζήτησες τη λέξη "χελώνα" στα Ελληνικά
χελώνα χελώνα (η) (Ουσιαστικό) (χε-λώ-να, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 1152.mp3 breshkë (Emër) (bre-shkë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1152.mp3 черепаха (Существительное) (че-ре-па-ха, γεν. -и, πληθ. -и) |