Αναζήτησες τη λέξη "χελιδόνι" στα Ελληνικά
χελιδόνι χελιδόνι (το) (Ουσιαστικό) (χε-λι-δό-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1151.mp3 dallëndyshe (Emër) (da-llë-ndy-she, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 1151.mp3 ласточка (Существительное) (лас-точ-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |