Αναζήτησες τη λέξη "χαϊδεύω" στα Ελληνικά
χαϊδεύω χαϊδεύω (Ρήμα) (ενεστ. χα-ϊ-δεύ-ω, αόρ. χάιδεψα, | 1137.mp3 ledhatoj (Folje) (e tashme le-dha-toj, e kr. thj v. ledhatova, | 1137.mp3 ласкать (Глагол) (ενεστ. лас-кать, αόρ. ласкал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |