Αναζήτησες τη λέξη "χαλινάρι" στα Ελληνικά
χαλινάρι χαλινάρι (το) (Ουσιαστικό) (χα-λι-νά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1141.mp3 fre (Emër) (fre, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 1141.mp3 уздечка (Существительное) (уз-деч-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |