Αναζήτησες τη λέξη "χαζεύω" στα Ελληνικά χαζεύω χαζεύω(Ρήμα)(ενεστ. χα-ζεύ-ω, αόρ. χάζεψα)ΠαραδείγματαΧάζευε και δεν παρακολουθούσε στο μάθημα. Στο μάθημα χαζεύω. Τους χάζεψε όλους! 1136.mp3 shkujdesem(Folje)(e tashme shkuj-de-seme kr. thj. jov. u shkujdesa, pjesore shkujdesur)ShembujShkujdesej dhe nuk ndiqte mësimin. Në mësim shkujdesem. I shkujdesi të gjithë. 1136.mp3 глазеть по сторонам(Глагол)(ενεστ. зе-вать, αόρ. зевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.))ПримерыОн глазел по сторонам и не слушал урок. На уроке я глазею по сторонам. Он заставил их всех с удивлением открыть рот! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я