Αναζήτησες τη λέξη "χαζεύω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| χαζεύω χαζεύω (Ρήμα) (ενεστ. χα-ζεύ-ω, αόρ. χάζεψα) | 1136.mp3 shkujdesem (Folje) (e tashme shkuj-de-sem | 1136.mp3 глазеть по сторонам (Глагол) (ενεστ. зе-вать, αόρ. зевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!