Αναζήτησες τη λέξη "φύλο" στα Ελληνικά φύλο φύλο (το) (Ουσιαστικό)(φύ-λο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΈχουμε το αρσενικό και το θηλυκό φύλο. 1124.mp3 seks(Emër)(seks, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujKemi seksin mashkull dhe femër. 1124.mp3 пол(Существительное)(пол, γεν. -а)ПримерыСуществуют мужской и женский пол. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я